Dictionary of Greek. 2013.
κανοναρχίζω — και καλοναρχίζω [κανονάρχης] κανοναρχώ*. και καλοναρχίζω κανοναρχώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κανοναρχῶ*] … Dictionary of Greek